φιτιλιά

φιτιλιά
η
ραδιουργία, δολοπλοκία, κακόβουλη διάδοση, ρουφιανιά: Έβαλε φιτιλιές στ' αδέρφια, κι αυτά μάλωσαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιτιλιά — η, Ν [φιτίλι] ραδιουργία …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • δίμυξος — δίμυξος, ον (AM) (για λύχνο) αυτός που έχει δυο θρυαλλίδες, φιτίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + μύξα «θρυαλλίδα τού λύχνου»] …   Dictionary of Greek

  • επτάπυρος — ἑπτάπυρος, ον (Α) (για λύχνο) με επτά φλόγες, με εφτά φιτίλια …   Dictionary of Greek

  • κομποθήλυκον — κομποθήλυκον, τὸ (Μ) 1. κούμπωμα, θηλυκωτήρι 2. στον πληθ. τὰ κομποθήλυκα α) δακτυλιόσχημες υποδοχές για το κουμπί ή για άλλο όργανο συνδέσεως β) οι λινές ή βαμβακερές ταινίες, φιτίλια που τοποθετούσαν πάνω σε πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (ΙΙ) +… …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • πολύμυξος — ον, Α (για λύχνο) αυτός που έχει πολλά φιτίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μυξος (< μύξα «θρυαλλίδα τού λύχνου»), πρβλ. μονό μυξος] …   Dictionary of Greek

  • σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… …   Dictionary of Greek

  • τρίμυξος — ον, Α (για λύχνο) αυτός που έχει τρία φιτίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μυξος (< μύξα «θρυαλλίδα, φιτίλι λύχνου»), πρβλ. δεκάμυξος] …   Dictionary of Greek

  • φιτίλι — το, Ν 1. η θρυαλλίδα διαφόρων φωτιστικών αντικειμένων ή συσκευών, άπτρα, ελλύχνιο (α. «φιτίλι κεριού» β. «φιτίλι τής καντήλας» γ. «φιτίλι τής λάμπας» δ. «φιτίλι αναπτήρα») 2. η θρυαλλίδα πυροδότησης όπλου, εκρηκτικής ύλης, εμπυρεύματος ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”